περίεργος

περίεργος
-η, -ο / περίεργος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ.
γ. «τὸ μὲν σαφῶς λεχθὲν παρατρέχει τὸν ἀκροατήν
τὸ δὲ ἀσαφὲς περιεργότερον αὐτὸν ποιεῑ», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται άτοπα και υπερβολικά με τα ζητήματα τών άλλων και αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις (α. «πολύ περίεργη γυναίκα, ανακατεύεται παντού» β. «καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῡσαι τὰ μὴ δέοντα», ΚΔ)
3. (ιδίως για πράγμ.) αυτός που προκαλεί έκπληξη, αλλόκοτος, παράδοξος (α. «στο σπίτι αυτό συμβαίνουν περίεργα πράγματα» β. «οι αστρονόμοι παρατήρησαν τελευταία ένα σπάνιο και περίεργο φαινόμενο» γ. «έχοντας μεγάλην έφεσιν εις τοιαύτας περιέργους διηγήσεις», Αραβ. Μύθ.
γ. «ταῑς κατακόροις... καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.)
νεοελλ.
(για πρόσ.) εκείνος τού οποίου η συμπεριφορά και οι ενέργειες δεν είναι ή δεν γίνονται εύκολα κατανοητές, ιδιόρρυθμος, ακατανόητος («είναι πολύ περίεργο άτομο ο φίλος σου»)
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το περίεργο
η παράξενη και ταυτόχρονα η πιο σημαντική πτυχή, το ενδιαφέρον και ταυτόχρονα αξιόλογο στοιχείο («το περίεργο στην όλη υπόθεση συνίσταται στο ότι...»)
μσν.-αρχ.
1. γεμάτος δεισιδαιμονία, μαγικός (α. «δαιμόνων κακλήσεσι περιέργοις θελγομένων», Ωριγ.
β. «περίεργον φάρμακον», Μέγ. Βασ.)
2. (με παθ. σημ.) ο επεξεργασμένος με μεγάλη επιμέλεια, ο πολύ φροντισμένος, περίτεχνος (α. «περίεργα φορήματα», Αριστοφ.
β. «ὥσπερ ζωγράφημα περίεργον», Πλούτ.
γ. «ἐξ ονομάτων... περιέργων», Αισχίν.)
3. αυτός που επιμελείται και φροντίζει κάτι πέρα από τα κανονικά όρια, που είναι υπέρμετρα λεπτολόγος και ματαιόσχολος («γραμματικῶν περίεργα γένη», Αντιφαν.)
4. (για πρόσ.) ματαιόδοξος
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίεργος
μάγος
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίεργα
οι μαγικές τέχνες, η μαγεία («τῶν τά περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τὰς βίβλους κατέκαιον», ΚΔ)
αρχ.
1. σκεπτικός, σοβαρά απασχολημένος με μια σκέψη («σκυθρωπὸν ὄντα με ἰδὼν "τί σύννους", φησί... "Τί γάρ;" ἐγώ
"περίεργος εἰμί"» — σαν μέ είδε σκυθρωπό, μού λέει: γιατί έτσι συλλογισμένος; Κι εγώ: και τί μ' αυτό, είμαι σκεπτικός, Μέν.)
2. μάταιος, περιττός (α. «δείσαντες μὴ περίεργα ἅμα καὶ μακρὰ λέγοιμεν», Πλάτ.
β. «εἴ τις περίεργος [ενν. δαπάνη] ἀφαιρεθῇ», Αριστοτ.)
3. άσκοπος, ανώφελος («πόλεμον ἀσύμφορον καὶ χαλεπov καὶ περίεργον», Ισοκρ.)
4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ περίεργον
η περιέργεια.
επίρρ...
περιέργως ΝΜΑ και περίεργα ΝΜ
1. με περίεργο τρόπο
2. με περιέργεια
αρχ.
1. με ανώφελη επιμέλεια, με άχρηστη φροντίδα
2. με πολυπραγμοσύνη
3. με επιτηδευμένο τρόπο
4. μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι-* + -εργος (< ἔργον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίεργος — taking needless trouble masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίεργος — η, ο 1. αυτός που εξετάζει, που ερευνά, ο λεπτολόγος, ο ερευνητικός: Είναι πολύ περίεργος στις μηχανές γενικά. 2. αυτός που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις: Είναι πολύ περίεργος· όταν ακούσει κάτι για τους άλλους, ζητά να μάθει. 3. παράξενος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιεργότερον — περίεργος taking needless trouble adverbial comp περίεργος taking needless trouble masc acc comp sg περίεργος taking needless trouble neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργοτέρων — περίεργος taking needless trouble fem gen comp pl περίεργος taking needless trouble masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργότατα — περίεργος taking needless trouble adverbial superl περίεργος taking needless trouble neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργότατον — περίεργος taking needless trouble masc acc superl sg περίεργος taking needless trouble neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέργως — περίεργος taking needless trouble adverbial περίεργος taking needless trouble masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίεργον — περίεργος taking needless trouble masc/fem acc sg περίεργος taking needless trouble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργοτέροις — περίεργος taking needless trouble masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεργοτέρους — περίεργος taking needless trouble masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”